- κοινάω
- κοινάω1 confide, entrust c. acc. & dat., met. κρύβδα πέμπον σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις, νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν making night a confidant in their journey P. 4.115 ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι (Boeckh: κοινώσομαι codd.) N. 3.12 dub., κοινω[ fr. 59. 9.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.